- οὐλοποίησις
- οὐλο-ποίησις, εως, ἡ, (οὖλος B)A making curly, Gal.12.445.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουλοποίησις — οὐλοποίησις, ἡ (Α) το να κάνει κάποιος κάτι σγουρό, το κατσάρωμα, το σγούρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + ποιῶ] … Dictionary of Greek
οὐλοποιήσεως — οὐλοποιήσεω̆ς , οὐλοποίησις making curly fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)